Από όλους τους ρόλους που μπορεί να αναλάβει ένας άνθρωπος στην ενήλικη ζωή του, ίσως δεν υπάρχει πιο πλούσιος, πιο πλήρης, αλλά και πιο δύσκολος και απαιτητικός, από αυτόν του πατέρα και της μητέρας. Η έλευση ενός ή περισσότερων παιδιών επαναπροσδιορίζει συνήθως κατά τρόπο ριζικό τις ζωές των γονιών, καθώς και τη μεταξύ τους σχέση, και αποτελεί μια μοναδική και αστείρευτη πηγή εμπειριών και συγκινήσεων. Την ίδια στιγμή, ο γονικός ρόλος φέρνει μαζί του ευθύνες και στερήσεις, φόβους και αγωνίες, συγκρούσεις και ενοχές.
Το έργο των γονιών είναι πράγματι τεράστιο και η συμβολή τους στην ανάπτυξη του παιδιού καθοριστική. Πέρα από το να παρέχουν τη στοιχειώδη φροντίδα, οι γονείς παρουσιάζουν βήμα προς βήμα στο παιδί τον κόσμο, εξηγώντας του πώς αυτός λειτουργεί και πώς το ίδιο μπορεί να λειτουργεί μέσα σε αυτόν, προσαρμοζόμενοι πάντα στο επίπεδο ωρίμανσης των νοητικών, συναισθηματικών και σωματικών του ικανοτήτων. Οι γονείς οριοθετούν το πλαίσιο ασφάλειας, αλλά και συνάμα ελευθερίας, μέσα στο οποίο το παιδί θα παίξει και θα εξερευνήσει το περιβάλλον του, θα δοκιμάσει και θα αναπτύξει τις ικανότητές του, θα πάρει πρωτοβουλίες και θα μάθει μέσα από τις θετικές και αρνητικές συνέπειες των πράξεών του. Οι γονείς είναι οι πρώτοι που θα μεταδώσουν στο παιδί την υπερηφάνεια τους για αυτό, την εμπιστοσύνη τους και το νοιάξιμο για τις ανάγκες του, μαθαίνοντάς του έτσι να αναγνωρίζει το ίδιο την αξία του, να πιστεύει στις δυνατότητές του και να φροντίζει τον εαυτό του. Οι γονείς, μέσω της επικοινωνίας και της συναισθηματικής τους σύνδεσης με το παιδί, μέσα από το παράδειγμα της μεταξύ τους σχέσης και των επαφών τους με τον κοινωνικό τους περίγυρο, παρέχουν στο παιδί τα πρωταρχικά μοντέλα των διαπροσωπικών σχέσεων, που θα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα αλληλεπιδράσεις και τους δεσμούς που θα δημιουργεί με άλλους ανθρώπους. Οι γονείς μεταδίδουν γνώσεις και δεξιότητες, στάσεις και αξίες, και παραχωρούν στο διαρκώς αναπτυσσόμενο παιδί όλο και μεγαλύτερη αυτονομία, έως ότου αυτό εξελιχθεί σε ένα ανεξάρτητο ενήλικο άτομο, ικανό να στοχεύσει και να εκπληρώσει τη δική του πορεία στη ζωή.
Οι τρόποι και το μέτρο στο οποίο οι γονείς ανταποκρίνονται στα παραπάνω στοιχεία του ρόλου τους ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Τις περισσότερες φορές, οι γονείς ανταπεξέρχονται με επιτυχία στις ανάγκες του παιδιού και, μάλιστα, με τρόπο άκοπο και αβίαστο. Ας σκεφθούμε, για παράδειγμα, πόσο εύκολα μαθαίνει ένα παιδί να μιλάει, ακούγοντας αρχικά τους γονείς του να του μιλάνε ή να μιλούν μεταξύ τους και, στη συνέχεια, μετέχοντας το ίδιο σε όλο και πιο σύνθετες συζητήσεις μαζί τους. Άλλες φορές, οι γονείς χρειάζεται να επιστρατεύσουν περισσότερη επινοητικότητα και μεθοδικότητα, όπως, για παράδειγμα, όταν θα πρέπει να βοηθήσουν το παιδί να προσαρμοστεί στους κανόνες και τις απαιτήσεις του σχολείου, να μάθει να διαβάζει, να γράφει, να μελετάει κ.λπ. Υπάρχουν, φυσικά, και περιπτώσεις όπου οι γονείς μπορεί να βρίσκονται αντιμέτωποι με αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού που δυσκολεύονται να διαχειριστούν (π.χ. εκρήξεις θυμού και επιθετικότητα) ή πλευρές της ανάπτυξής του στις οποίες δε γνωρίζουν πώς να ανταποκριθούν καλύτερα (π.χ. σεξουαλικότητα). Από την άλλη, υπάρχουν και οικογένειες όπου βασικές συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού συστηματικά παραμελούνται, όπως η ανάγκη για ασφάλεια και φροντίδα, αποδοχή και εκτίμηση, ελευθερία έκφρασης και λήψης πρωτοβουλιών, ξεγνοιασιά και παιχνίδι, οριοθέτηση και αυτοέλεγχο.