Η σεξουαλικότητα, σε όλες της σχεδόν τις εκφάνσεις, συνεχίζει να αποτελεί ένα θέμα ταμπού, η αναφορά στο οποίο συχνά εγείρει αισθήματα ντροπής και αμηχανίας. Ωστόσο, η σεξουαλικότητα είναι ένα απολύτως φυσιολογικό και ιδιαίτερα σημαντικό και πλούσιο μέρος στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Μάλιστα, πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε σχέση με τη σεξουαλική τους λειτουργία πηγάζουν (ή τουλάχιστον επιβαρύνονται) ακριβώς από την περιστολή του λόγου μας γύρω από τη σεξουαλικότητα, από τη δυσκολία μας να τη δεχθούμε ως μια βασική ανθρώπινη ανάγκη και να μιλήσουμε για αυτή ανοιχτά και με ειλικρίνεια ως φίλοι, ως γονείς, ως σύντροφοι.
Η έννοια της σεξουαλικότητας δεν περιορίζεται, βέβαια, στη σεξουαλική πράξη καθαυτή, αλλά αναφέρεται συνολικότερα στην ικανότητα ενός ανθρώπου να σχηματίζει και να διατηρεί ερωτικές σχέσεις, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να βιώνει αμοιβαία συναισθήματα ερωτισμού, σεξουαλικής οικειότητας και ικανοποίησης. Αναφέρεται στον προσανατολισμό της σεξουαλικής και ερωτικής έλξης που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος και, πέρα από τα βιολογικά, στα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου του: την ταυτότητα, τους ρόλους και την έκφραση του φύλου. Αναφέρεται, επίσης, σε γνώσεις και πεποιθήσεις, στάσεις και αξίες, επιθυμίες και φαντασιώσεις, συγκεκριμένες συμπεριφορές και πρακτικές ενός ανθρώπου στο πλαίσιο ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων. Αναφέρεται, τέλος, στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία ενός ανθρώπου, όχι μόνο με την έννοια της απουσίας ασθένειας, αλλά της δυνατότητάς του να έχει ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις ασφαλείς και με αμοιβαίο σεβασμό, χωρίς να υφίσταται ή να ασκεί βία, εξαναγκασμό και διακρίσεις.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία της σεξουαλικότητας μπορεί να ποικίλουν πάρα πολύ από άτομο σε άτομο και, επιπλέον, επηρεάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ευρύτερους κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, οι οποίοι συχνά διαφοροποιούνται από χρόνο σε χρόνο και από τόπο σε τόπο. Έτσι, είναι μάλλον αδύνατο να ορισθούν συγκεκριμένα κριτήρια για το είναι η «φυσιολογική σεξουαλικότητα» και, αντίστοιχα, για το τι συνιστά «σεξουαλική διαταραχή». Μέσα από ένα πρίσμα σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάθε μορφή σεξουαλικότητας και σεξουαλικής συμπεριφοράς θεωρείται φυσιολογική και αποδεκτή, εφόσον δεν έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στη ζωή ενός ατόμου και δεν παραβιάζει τη θέληση ή τα δικαιώματα των συντρόφων του. Αντίστροφα, το κυριότερο κριτήριο για να γίνει λόγος για διαταραχή ή κάποιας μορφής δυσκολία στη σεξουαλική λειτουργία ενός ανθρώπου είναι ότι το ίδιο το άτομο δυσφορεί με μία ή περισσότερες πλευρές της σεξουαλικότητάς του ή ότι ο τρόπος έκφρασής της έχει αρνητικές συνέπειες στον εαυτό του ή σε άλλους.