Το συναίσθημα είναι ένα από τα πιο βασικά και πολύτιμα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Τα συναισθήματα χρωματίζουν τις καθημερινές μας εμπειρίες, κινητοποιούν και σε μεγάλο βαθμό κατευθύνουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Χάρη στα συναισθήματα είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε τι μας είναι ωφέλιμο και τι βλαπτικό, να αλληλεπιδρούμε με άλλους ανθρώπους, να προσαρμοζόμαστε και να λειτουργούμε αποτελεσματικά σε κάθε επίπεδο της ζωής. Χωρίς το συναίσθημα, η ανθρώπινη ζωή θα ήταν στάσιμη και μονότονη, ίσως και αδύνατη.
Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις όπου τα συναισθήματα, αντί να λειτουργούν προς όφελός μας, γίνονται ιδιαίτερα αρνητικά, επίμονα και εγκλωβιστικά, υπονομεύοντας τελικά τη δυνατότητά μας να έχουμε ικανοποιητικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, να ανταποκρινόμαστε στην εργασία, στην εκπαίδευση και στους λοιπούς καθημερινούς μας ρόλους κι ενασχολήσεις, να απολαμβάνουμε τον προσωπικό μας χρόνο.
Μπορεί ένας άνθρωπος να διακατέχεται από μια σχεδόν μόνιμη και συχνά χωρίς προφανή αιτία αίσθηση άγχους, υπερβολικής ανησυχίας και υπερδιέγερσης. Μπορεί να κυριεύεται από έντονους φόβους ότι θα του συμβεί κάτι πολύ κακό ή ντροπιαστικό, οι οποίοι να κλιμακώνονται σε βαθμό ισχυρών και αιφνίδιων επεισοδίων τρόμου και πανικού. Μπορεί να είναι ευέξαπτος, να εξοργίζεται με την παραμικρή αντιξοότητα και να χάνει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Μπορεί να βιώνει μια παρατεταμένη και βαθιά αίσθηση μελαγχολίας και δυσαρέσκειας, απουσίας ενδιαφέροντος και ικανοποίησης από τη ζωή, η οποία κατά καιρούς να παίρνει τη μορφή δυσβάσταχτων και εξαντλητικών επεισοδίων κατάθλιψης. Μπορεί ένας άνθρωπος να κυριαρχείται από συναισθήματα ντροπής και ενοχής, από μια αίσθηση κατωτερότητας συγκριτικά προς τους άλλους, που να περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις πρωτοβουλίες και τις δραστηριότητές του. Συχνά, οι έντονα αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, όπως οι παραπάνω, επηρεάζουν και τη σωματική και νοητική λειτουργία ενός ανθρώπου, προκαλώντας, για παράδειγμα, ένα αίσθημα κόπωσης και εξάντλησης ή διάφορα άλλα σωματικά συμπτώματα, διαταράσσοντας τον ύπνο, τη διατροφή ή τη σεξουαλική λειτουργία, δυσχεραίνοντας τη σκέψη, τη μνήμη και την ικανότητα συγκέντρωσης. Οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις (π.χ. οικογενειακές, ερωτικές) είναι επίσης ένα συνηθισμένο πεδίο έκφρασης συναισθηματικών δυσκολιών, με αρκετούς ανθρώπους να δυσκολεύονται να δεχθούν ή να προσφέρουν αισθήματα ασφάλειας και εμπιστοσύνης, αποδοχής και εκτίμησης, ερωτισμού, αγάπης και φροντίδας.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί να οδηγούν έναν άνθρωπο σε συναισθηματικές δυσκολίες όπως οι παραπάνω και ένας από τους πρώτους στόχους της ψυχοθεραπείας είναι ακριβώς η διερεύνηση αυτών των αιτίων. Κατά κανόνα, εμπλέκεται ένας συνδυασμός παραγόντων, εξωτερικών (π.χ. αρνητικά γεγονότα στη ζωή του ατόμου, ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες) και προσωπικών (π.χ. τρόποι σκέψης και μοτίβα συμπεριφοράς). Η ψυχοθεραπεία επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στη δεύτερη ομάδα παραγόντων, στους οποίους μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ασκηθεί έλεγχος από το υπό θεραπεία άτομο. Ανάλογα πάντα με το είδος των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος, η ψυχοθεραπεία έχει ως στόχο, σε πολύ γενικές γραμμές, την αποδέσμευση του ατόμου από δυσλειτουργικά μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς, τον επαναπροσδιορισμό των αναγκών του και την υιοθέτηση λειτουργικών τρόπων εκπλήρωσής τους, την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, τη διαχείριση αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων, τη συμφιλίωση με ευάλωτες πλευρές του εαυτού και, τελικά, την εκ νέου αυτορρύθμιση των στοιχείων εκείνων της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας του που υπονομεύουν την ψυχική του υγεία και συναισθηματική ευεξία.